χάλιξ

χάλιξ
-ικος, ὁ, ἡ, ΜΑ
χαλίκι (α. «χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀπαδὺς ὄργασον», Αριστοφ.
β. «ἐστρωμένην χάλιξιν... ὁδόν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -ιξ (πρβλ. ελ-ιξ, κύλ-ιξ). Ο τ. συνδέεται με το λατ. calx, -cis «ασβέστης», το οποίο, κατά μία άποψη, είναι δάνειο από την Ελληνική, αν και, κατ' άλλους, φαίνεται εξίσου πιθανό οι δύο τ. να είναι παρλλ. δάνεια από κάποια μεσογειακή γλώσσα. Σύμφωνα με μια παλαιότερη υπόθεση, που δεν θεωρείται πια πιθανή, η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *sk(h)l- τής ΙΕ ρίζας *sk(h)el- «σχίζω, κόβω, σπάζω» (πρβλ. σκάλλω, λατ. silex, -icis «χαλίκι»). Τέλος, κατ' άλλη άποψη, που επίσης δεν θεωρείται ικανοποιητική, η λ. είναι ανατολ. προέλευσης και συνδέεται με έναν σουμεριακό τ. *kalga (πρβλ. τη γρφ. KΑL. «δυνατός») και το ακκαδ. kalakku με υποθετική σημ. «ασβέστης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χάλιξ — small stone masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλίκων — χάλιξ small stone masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλικα — χάλιξ small stone masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλικας — χάλιξ small stone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλικες — χάλιξ small stone masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλικι — χάλιξ small stone masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλικος — χάλιξ small stone masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλιξι — χάλιξ small stone masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλιξιν — χάλιξ small stone masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”